οὐρανίδα — οὐρανίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐρανίδας — Οὐρανίδᾱς , Οὐρανίδης son of Uranos masc acc pl Οὐρανίδᾱς , Οὐρανίδης son of Uranos masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐρανίδαο — Οὐρανίδᾱο , Οὐρανίδης son of Uranos masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανίδης — οὐρανίδης, δωρ. τ. οὐρανίδας, ὁ (Α) 1. ο γιος τού Ουρανού («Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου», Πίνδ.) 2. ως επίθ. ουράνιος («κήρυσσε θεοὺς τοὺς τ οὐρανίδας τοὺς θ ὑπὸ γαῑαν», Ευρ.) 3. στον πληθ. oἱ Οὐρανίδαι προσωνυμία τών δώδεκα τέκνων τού… … Dictionary of Greek
Οὐρανίδαι — Οὐρανίδης son of Uranos masc nom/voc pl Οὐρανίδᾱͅ , Οὐρανίδης son of Uranos masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)